- δίχολος
- δίχολος, -ον (Α)1. αυτός που έχει διπλή χολή2. εχθρικός3. ο πολύ πικρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίχολα — δίχολος with double gall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχολοι — δίχολος with double gall masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek